κορθύνω

κορθύνω
κορθύνω και κορθύω (Α) [κόρθυς]
1. ανυψώνω, ανεγείρω, σηκώνω ψηλά
2. αυξάνω («Ζεὺς δ', ἐπεὶ οὖν κόρθυνεν ἑὸν μένος» — ο Δίας, αφού αύξησε την οργή του, Ησίοδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κορθύνεται — κορθύ̱νεται , κορθύνω lift up aor subj mid 3rd sg (epic) κορθύ̱νεται , κορθύνω lift up pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορθύω — κορθύ̱ω , κορθύνω lift up pres subj act 1st sg κορθύ̱ω , κορθύνω lift up pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρθυνεν — κόρθῡνεν , κορθύνω lift up aor ind act 3rd sg (homeric ionic) κόρθῡνεν , κορθύνω lift up imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορθύω — (Α) [κόρθυς] κορθύνω*, υψώνω, κορυφώνω, αυξάνω …   Dictionary of Greek

  • κόρθυς — κόρθυς, υος, ἡ (Α) σωρός, δεμάτι, κυρίως θερισμένου σταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη ανάγεται στην ετεροιωμένη και συνεσταλμένη βαθμίδα *kordhu τής ΙΕ ρίζας *kerdho «αγέλη, σειρά» και συνδέεται με το αρχ. ινδ.… …   Dictionary of Greek

  • κορθύεσθαι — κορθύ̱εσθαι , κορθύνω lift up pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορθύεται — κορθύ̱εται , κορθύνω lift up pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορθύοντος — κορθύ̱οντος , κορθύνω lift up pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκορθύετο — ἐκορθύ̱ετο , κορθύνω lift up imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”